- ὁμοφλεγής
- ὁμο-φλεγής, ές,A burning together or at once, θάλασσα ib.6.220.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοφλεγής — ὁμοφλεγής, ές (Α) αυτός που καίει, που φλέγει εκ παραλλήλου ή αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φλεγης (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής] … Dictionary of Greek
ὁμοφλεγέος — ὁμοφλεγής burning together masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομόφλεκτος — ὁμόφλεκτος, ον (Α) ομοφλεγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ημί φλεκτος] … Dictionary of Greek